Τα παιγνίδια που έπαιζα παιδί…
Θα μου πει κάποιος…. Μα καλά τα θυμάσαι μετά από τόσα χρόνια… Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα …δεκαπέντε χρόνια θεωρούνται πολλά. Ας το προσπεράσουμε. Αφορμή για αυτή την εγγραφή ήταν μια εγγραφή της Βιβής για το τι περιέχει το σακούλι του Άη Βασίλη. Και αυτό με έκανε να θυμηθώ τα δικά μου.
Ήρθα στην Αθήνα το 1966 μόλις 5 χρονών από τη Κρήτη, φοβισμένος για το άγνωστο και το μέγεθος της Αθήνας. Στα Χανιά αφήσαμε συγγενείς, παρέες, φίλους γονεϊκούς μεν αλλά όλοι με παιδάκια της ηλικίας μας και ήρθαμε σε κάτι χωράφια… Το μοναδικό σπίτι στο οικοδομικό τετράγωνο ήταν το δικό μας. Και ακόμα είναι γιατί όλα τα άλλα οικόπεδα γίνανε πολυκατοικίες. Στα γύρω οικοδομικά τετράγωνα είχα από ένα άντε δυο σπίτια. Οι περιοχή λεγόταν “αμυγδαλιές” και περιττό να σας πω τη μαγεία της άνοιξης. Η τελευταία αμυγδαλιά όταν ξεριζώθηκε ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία.
Μέσα στο σπίτι έπαιζα με αυτοκινητάκια. Συνήθως κάτω από το τραπέζι, (βλέπετε το σπίτι φάνταζε τεράστιο στα μάτια μας) περνάγαμε με τον αδελφό μου ώρες με τα αυτοκινητάκια μας κάνοντας διάφορα που τώρα μόνο στις ταινίες τα βλέπουμε.
Έξω από το σπίτι όμως ήταν τα χωράφια. Εκεί λοιπόν σε αυτό το χώρο έπαιζα μικρός… Και φυσικά έπαιζα ποδόσφαιρο. Πολύ ποδόσφαιρο, όλες τις ώρες, Μέχρι που χτίστηκε το γήπεδο. Αλλά και στις αμυγδαλιές συχνά πυκνά με έβρισκες πάνω ή κάτω. Πάνω όταν την άνοιξη έβγαιναν τα “τσάγαλα” και η χαρά μου ήταν να δαγκώνω τα ανώριμα αμύγδαλα και το νερουλό αμύγδαλο να πλημμυρίζει το στόμα. Τώρα γιατί ήμουνα κάτω από τις αμυγδαλιές; Όχι πάντως γιατί έπεφτα. Συνήθως κρυβόμουνα. Τα απογεύματα – βράδια παίζαμε όλοι μαζί (και είμασταν αρκετοί) κρυφτόμυγο (ποτέ δεν κατάλαβα το όνομα) όπου κλωτσάγαμε ένα κουτί και μέχρι η μάνα να φέρει το κουτί στη θέση του είχαμε εξαφανιστεί, συνήθως κάτω από τις αμυγδαλιές και μέσα στα ψηλά χόρτα. Τα πράσινα γόνατα δεν μας λέγανε τίποτα. Μέσα από το κρυφτόμυγο γνωριστήκαμε και με τις κοπέλες τις γειτονιάς (που και αυτές παίζανε μαζί μας και όχι με τις κούκλες τους) και φτιάχτηκαν οι πρώτες “σχέσεις”, ότι μπορεί να σήμαινε τότε αυτό το πράγμα. Και μετά μεγαλώσαμε και πήγαμε στο Γυμνάσιο (χωριστά αρρένων και θηλέων). Στα καλύτερα μας “χωρίσανε”. Έτσι η γειτονιά άρχισε να μην έχει φωνές, τρέξιμο, καλαμπούρια, γέλια. Δεν είμασταν τα τελευταία παιδιά αλλά δεν ξέρω μάλλον αυξήθηκαν πολύ τα σπίτια, ήρθαν πολλοί καινούργιοι και άγνωστοι, δεν ξέρω πάντως ησύχασε η γειτονιά.
Εκεί λοιπόν στα 14-15 άρχισαν τα πάρτια. Τα ΑΣΜΠΕΤΑ που λέμε. Τα πάρτια γίνονταν ρεφενέ.Όλοι οι οργανωτές συνεισφέρανε από τρόφιμα-ποτά μέχρι δίσκους, πικάπ ό,τι μπορούσε ο καθένας. Η χαρά μας ήταν να είχε κάποιος ξενοίκιαστο μαγαζί. Το στήναμε το πάρτι σε ελάχιστο χρόνο. Μετά ανακαλύψαμε τους ενισχυτές. Ακόμα θυμάμαι έναν ενισχυτή κιθάρας λαμπάτο 60 Watt – κάτω από το τραπεζάκι με τα πικάπ να δίνει το ρυθμό. Και δούλευε μόλις στο 1/10 της ισχύος γιατί τρίζανε τα τζάμια.
Τις άλλες ώρες παίζαμε με “ηλεκτρονικά παιγνίδια”. Αλλά τα ηλεκτρονικά δεν είχαν ανακαλυφθεί και έτσι έπρεπε να τα φτιάξουμε μόνοι μας. (μιλάμε περί “βιτσίου”) Έτσι σε κάποια φάση εκεί περί τα 15 άρχισα α φτιάχνω ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Παίρναμε ένα οποιοδήποτε πλαστικό φορτηγάκι και του βάζαμε μοτερ και γρανάζια, αργότερα προσπαθούσαμε να φτιάξουμε αναρτήσεις. Φυσικά και δεν υπήρχαν μαγαζιά με τηλεκατευθυνόμενα και ανταλλακτικά. Έτσι τα γρανάζια τα παίρναμε από σπασμένα ρολόγια. Είτε αυτά που ήταν προ πολλού σπασμένα είτε αυτά που ήταν προ ολίγου σπασμένα (αν με εννοείτε – οι ανάγκες σε γρανάζια ήταν πολλές). Και μετά κάναμε κόντρες. Ποιο θα πάει πιο γρήγορα, πιο θα ανέβει μεγαλύτερη κλίση και άλλα τέτοια.
Μετά ήρθε ο ραδιοφωνικός σταθμός. Ναι το καιρό εκείνο ήταν της μόδας.(1977-78). Φυσικά όπως γινόταν συνήθως, ο αδελφός μου είχε ξεκινήσει με κάτι φίλους του τον CDS (Central Dalton Studio – Με με ρωτήσετε από που) και εγώ ήμουν … ο Leech (κν ΒΔΕΛΛΑ : Ναι από εκεί μου έμεινε το κουσούρι). Τρία χρόνια ο μικρός του σταθμού. Έμαθα όμως πολλά πάρα πολλά. Αυτά προσπαθώ να μάθω και στα παιδάκια μου σήμερα στη τεχνολογία επικοινωνιών αλλά αν δεν έχει i (i-pod, i-phone, i-hasou) δεν τους κινεί το ενδιαφέρον.
Εκεί μου κόλλησε και το μικρόβιο των κατασκευών. Γιατί θέλαμε ηχεία. Τα πρώτα μου ηχεία ήταν ένα (μάλλον δυο) κουτιά παγωτού (ΔΕΛΤΑ τετράγωνα των 2 κιλών) με μεγάφωνα αυτοκινήτου και πολύ βαμβάκι μέσα. Σας πληροφορώ ότι με εξαίρεση τα αυτοκόλλητα – βάζανε καλή κόλλα τότε – ακούγονταν πολύ καλύτερα από πολλά σημερινά σετ ηχείων για υπολογιστές και δεν τρίζανε κιόλας. Μετά περάσαμε σε πιο σοβαρά πράγματα : Σχέδια, τεχνική εκλογή για οδηγίες, πλατεία Κλαυθμώνος για αγορά μεγαφώνων (AUDAX δανέζικα νομίζω ) και πάει λέγοντας. Ακόμα και σήμερα τα ηχεία μου στηρίζονται σε ιδιοκατασκεύαστες βάσεις με νοβοπάν γεμάτες άμμο θαλάσσης μέσα, που στηρίζονται σε ελαστικά πατάκια, εξαφανίζοντας με αυτό το τρόπο κάθε πιθανότητα συντονισμού και τριξίματος.
Και έτσι πέρασε ο καιρός.
Το 1979 ανακάλυψα την φωτογραφία και αγόρασα τη πρώτη μου SLR μηχανή.
Το 1981 στο δεύτερο έτος ανακάλυψα τον SPECTRUM 48 K : τον πρώτο μου υπολογιστή.
Μετά τα άλλα τα βλέπετε… Ακόμα και σήμερα αυτά είναι τα παιγνίδια μου. Άλλα ονόματα, άλλες δυνατότητες αλλά και σήμερα ακόμα με αυτά παίζω, διότι είμαι ακόμα παιδί. (…Κανένα σχόλιο εδώ – ευαίσθητο θέμα 🙂 )
Τώρα θα μου πει κάποιος… και τι μας νοιάζουν αυτά “ρε φίλε”. Αν το διαβάζεις αυτό σημαίνει ότι σου άρεσαν και έφτασες μέχρι το τέλος. Απλά ήθελα να τα γράψω. Σε κάποιους ίσως φέρουν μνήμες από άλλες εποχές. Σε κάποιους άλλους μπορεί να προκαλέσουν χαμόγελα ή και γέλια. Δεν ξέρω και δεν ξέρω αν πρέπει να το ψάξω. Μπα!!! Μάλλον όχι
Λοιπόν όσο έχω ακόμα ελεύθερο χρόνο…
Τη καλημέρα μου. Καλή χρονιά και πάλι σε όλους και τα λέμε…
Μας νοιάζουν Μανώλη διότι εμείς, οι της ίδιας περίπου ηλικίας, έχουμε τις ίδιες αναμνήσεις. Μόνο οι μορφές που μας παραδίδουν οι λέξεις αλλάζουν. Το νόημα παραμένει το ίδιο. Διάβαζα ότι τα σημερινά παιδιά παίζουν με άλλου είδους παιχνίδια. Πόσο καλό ή πόσο κακό είναι αυτό θα το δούμε στο μέλλον. Σίγουρα νοσταλγούμε αυτά που κάναμε μικροί και πιστεύουμε ότι αυτά όλα είναι τα καλά πράγματα αφού μεγαλώσαμε με αυτόν τον τρόπο αλλά η ζωή αλλάζει, η λέξη αλάνα έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιό μας. Πάνε οι μυγδαλιές, έφυγε το κρυφτόμυγο, τα πράσινα πόδια δεν εμφανίζονται πια. Το δύσκολο για μας είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν πολύ γρήγορα (για μας) και για τα παιδιά μας θα συμβαίνουν ακόμη πιο γρήγορα.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ να έχουμε …
Ουφ καλα που εκανες αυτη την εγγραφη Μανωλη. Τωρα ξερω οτι ημουνα ενα φυσιολογικο κοριτσακι! (Γιατι με ολα αυτα τα ηλεκτρονικα που λες ασχοληθηκα ελαχιστα, μονο κατι ηλεκτρικα τρενακια εχω διαλυσει για να δω πως δουλευουνε). Τουλαχιστον ημουνα ενα φυσιολογικο κοριτσακι μεχρι το 86 που πρωτοειδα υπολογιστη! (Με Os/2 αν θυμαμαι καλα πως το λεγανε)
Καλησπέρα.
Κοίταξε Γιώργο. Η εγγραφή έχει και την αξία της καταγραφής μιας κατάστασης που χάνεται και περνάει ανεπιστρεπτί. Το έγραψα “διακριτικά”, όταν είπα ότι ησύχασε η γειτονιά. Το να βγεις στο δρόμο να παίξεις έγινε απαγορευμένο.Η (υπερ)προστατευτικότητα και η ανασφάλεια οδήγησε στα παιδιά στη πρώτη baby sitter που ήταν η τηλεόραση, και μετά στα ηλεκτρονικά. Μπορεί να μη κάνουν πολλά αλλά “τα παιδιά είναι στο σπίτι” άρα προστατευμένα.Για τα παιδάκια μου όποτε προσπάθησα να “τα βγάλω” στα γήπεδα μπας και ξεμυτίσουν… δεν μου προέκυψε. Εγώ έπαιζα 5Χ5 μέχρι τα 43 μου, αυτά δεν έχουν παίξει ποτέ.
Μια χαρά είσαι Βιβή. Αυτή η περιέργεια του πως δουλεύει το “τραινάκι” ή όποιο τραινάκι, είναι η αιτία που ό,τι και αν μας προκύψει, ψάχνουμε να δούμε “πως δουλεύει”. Ο φίλος μου ο Κώστας με λέει ορθολογιστή και ότι πρέπει να αναπτύξω λέει την πνευματική μου υπόσταση (!!!) Δεν ξέρω τι εννοεί ο ποιητής αλλά εγώ μου αρέσω. Άρα συνεχίζουμε.
Φυσικά και έχει αξία η καταγραφή σου και εγώ με νοσταλγία μιλούσα. Εμείς παίζαμε 20Χ20. Τώρα μόνο 5X5 μπορούν να παίζουν και αυτό έχοντας γύρω τους δίχτυα. Πόσες φορές πήγαινε η μπάλα στου στραβόξυλου την αυλή και πηγαίναμε κρυφά – κρυφά να την πάρουμε και έβγαινε αυτός φωνάζοντας και στολίζοντάς μας … Xεxε. Χάθηκαν αυτά. Άλλες εποχές που δεν μπαίνουν σε σύγκριση.
Πολύ ωραία περιγραφή Μανώλη.. Παρόμοιες μνήμες παιχνιδιών έχω κι εγώ, αντίστοιχη περίοδο με σένα κράτησα στα χέρια τον spectrum 48K με τα πλήκτρα-γομολάστιχες, αφού νωρίτερα παιδευόμουνα με ένα φιλαράκι στο πλυσταριό να στήσουμε τον ..γιγάντιο ραδιοφωνικό μας σταθμό που ακουγότανε μέχρι απέναντι, άντε και λίγο πιο πέρα… 🙂 🙂 Να μην ξεχάσω βέβαια τις κακομοίρες τις γλάστρες της γειτονιάς που έπεφταν συνεχώς θύματα των σουτ μας που μόνο ευθύβολα δεν ήτανε μάλλον… 🙂 🙂
Πω πω!!! Για κοίτα που γίναμε πολλοί. Μάλιστα.
Ναι Γιώργο. Εμείς βάζαμε “μέσον” να ζητήσει πίσω τη μπάλα. Τέλος πάντων. Ναι ήταν αλλιώς. Και όντως μη συγκρίσιμα.
Λοιπόν Γιάννη έτσι είναι. Εμείς γυρνούσαμε με τα ποδήλατα και το τρανζιστοράκι για να μετρήσουμε “εμβέλεια”.
Τα πάρτυ φίλε Μανώλη, τα πάρτυ, τόσα πολλά και τόσο καλά, με τόσο κέφι και τρέλλα . Βέβαια ένα από τα καλύτερα στο ηρωικό πισω δωμάτιο στο ισόγειο του σπιτιού σου (soul, rock, disco…). Ακόμα καλύτeρες οι βόλτες με τον snoopy!!
Κώστα στο Snoopy δεν είμασταν παιδιά!!! Είχαμε δίπλωμα ή μήπως όχι;Δεν θυμάμαι… ξέχασα.
Α… εγώ δεν έκανα τέτοια, ήμουν σκράπας στις κατασκευές!
Αλλά είχαμε τη δική μας ομάδα “εξερευνήσεων”, τότε που υπήρχαν ακόμα εγκαταλελειμμένα χαμόσπιτα να εξερευνήσεις στην Αθήνα… Είχαμε επηρεαστεί και από τα βιβλία της Enid Blyton (Οι Πέντε Φίλοι, οι Μυστικοί Επτά κτλ) και είχαμε τρελές περιπέτειες…
Μυρίζομαι εγγραφή, δεν κάνει να διαβάζω τέτοια εγώ!
Ναι Βασίλη. Νομίζω ότι ρισκάρεις. Εμείς κάναμε εξερευνήσεις στο βουνό. Μιλάμε ότι ανεβαίναμε κορυφογραμμή του Υμηττού για πλάκα. Και βλέπαμε από πίσω το κάμπο. Το κάναμε 2-3 φορές το χρόνο. Και όλα τα βουνά και τους λόφους γύρω γύρω. (Αλεποβούνι, Αράπης, και άλλα μικρά λοφοβουνάκια στα όρια του Υμηττού.